- ἀγηγέραθ
- ἀγηγέραθ (ατο); see ἀγείρω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀγηγέραθ' — ἀ̱γηγέρατο , ἀγείρω gather together plup ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) ἀγηγέραται , ἀγείρω gather together perf ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) ἀγηγέρατο , ἀγείρω gather together plup ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλόσε — (Α) επίρρ. κυκλικά, ολόγυρα («περὶ δ αὐτὸν ἀγηγέραθ , ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ », Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. πεδό σε, υψό σε)] … Dictionary of Greek